Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



διπλωμένος, -η, -ον


Ερμηνεία:

Αυτός που έχει διπλωθεί ή τον έχουν διπλώσει



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.) διπλόος, -η, -ον, διπλούς (διπλός, -ή, -ό) < διπλόω (διπλώνω τσακίζω μια εύκαμπτη επιφάνεια μία, δύο ή περισσότερες φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκόν του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, ... [Πάσχα Ρωμέϊκο (1891)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: